Αγίου Διονυσίου, μονή

Αγίου Διονυσίου, μονή
Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ζακύνθου, στα Ν της ομώνυμης πόλης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ζακύνθου. Το καθολικό χτίστηκε ύστερα από το 1708 και το 1764 ανακαινίστηκε. Στους σεισμούς του 1953 το μοναστήρι καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε το 1959. Εδώ βρίσκεται η λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου, που μεταφέρθηκε από το μοναστήρι των Στροφάδων το 1717, καθώς και δύο ευαγγέλια με ασημένια καλύμματα. Μεταξύ των άλλων κειμηλίων φυλάσσονται στο μοναστήρι ξυλόγλυπτα και αργυρόγλυπτα, φορητές εικόνες, χρυσοκέντητα άμφια, ελαιογραφίες των Κουτούζη, Δοξαρά κ.ά 2. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Πιερίας, σε δυσπρόσιτη και δασώδη περιοχή του Ολύμπου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Κίτρους. Η ίδρυσή του χρονολογείται στα μέσα του 15ου αι. Ανακαινίστηκε και ανασυγκροτήθηκε στα μέσα του 16ου αι. από τον όσιο Διονύσιο. Καταστράφηκε το 1943 από τους Γερμανούς. Το νέο μοναστήρι ιδρύθηκε στις υπώρειες του Ολύμπου, κοντά στο Λιτόχωρο, στο άλλοτε μετόχι του μοναστηριού που ήταν αφιερωμένο στον άγιο Διονύσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • ДИОНИСИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — Мон рь прп. Дионисия на Афоне Мон рь прп. Дионисия на Афоне [Дионисиат; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου], в честь Рождества св. Иоанна Предтечи и Крестителя Господня, общежительный, мужской. Расположен на крутой прибрежной скале юго зап.… …   Православная энциклопедия

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Agion Oros — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

  • Athos — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

  • Ayion Oros — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

  • Berg Athos — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

  • GR-69 — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

  • Mönchsrepublik Athos — Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Άγιον Όρος (gr.) Aftonomi Monastiki Politia Agion Oros (gr.) Autonome Mönchsrepublik Heiliger Berg Autonome Mönchsrepublik Athos …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”